- κάλλης
- κατά-λάω 1imperf ind act 2nd sg (doric)κατά-λάω 2seizeimperf ind act 2nd sg (doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ζακαλλής — ζακαλλής, ές (Α) πολύ ωραίος, ωραιότατος, περικαλλής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζα * + καλλής < κάλλος (πρβλ. α καλλής, περι καλλής)] … Dictionary of Greek
ημεροκαλλές — ἡμεροκαλλές, τὸ (Α) είδος κίτρινου κρίνου που ανθεί μόνο μία ημέρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημερ(ο) * + καλλές (ουδ. τού β συνθετικού επιθέτων καλλής < κάλλος, πρβλ. ζα καλλής, περι καλλής] … Dictionary of Greek
λιθοκαλλής — λιθοκαλλής, ές (Α) αυτός που είναι φτειαγμένος από ωραίο λίθο. [ΕΤΥΜΟΛ. < λιθ(ο) * + καλλής (< κάλλος) πρβλ. α καλλής, περι καλλής] … Dictionary of Greek
περικαλλής — ές, ΝΜΑ (για πρόσ. και πράγμ.) πάρα πολύ ωραίος, πολύ όμορφος, πανώριος. επίρρ... περικαλλώς / περικαλλῶς ΝΜΑ με εξαιρετική ομορφιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι* + καλλής (< κάλλος), πρβλ. υπερ καλλής] … Dictionary of Greek
περισσοκαλλής — ές, Α εξαιρετικά ωραίος, περικαλλής. [ΕΤΥΜΟΛ. < περισσός + καλλής (< κάλλος), πρβλ. περι καλλής] … Dictionary of Greek
υπερκαλλής — ές, ΜΑ εξαιρετικά όμορφος, πανέμορφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + καλλής (< κάλλος), πρβλ. περι καλλής] … Dictionary of Greek
ακαλλής — ἀκαλλὴς ( οῡς), ὲς (Α) χωρίς κάλλος, άσχημος «ἀκαλλὴς γυνή», «ἀκαλλὴς καὶ ἄμορφος εἰκών». [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + καλλὴς < κάλλος] … Dictionary of Greek
ημεροκαλλίς — η (Α ἡμεροκαλλίς) νεοελλ. βοτ. αγγειόσπερμο μονοκότυλο φυτό τής οικογένειας λιλιίδες αρχ. το ημεροκαλλές*. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. hemerocallis < hemero (πρβλ. ημερ(ο) * + callis < calles (πρβλ. καλλής < κάλλος)] … Dictionary of Greek
per-2 — per 2 English meaning: to go over; over Deutsche Übersetzung: “das Hinausfũhren about” Material: A. Dient as preposition, preverb and Adverb: a. per, peri (locative of Wurzelnomens) “vorwärts, in Hinausgehen, Hinũbergehen about … Proto-Indo-European etymological dictionary